- στοιβοειδής
- στοιβοειδής, ές,A loose, porous,
σάρξ Alex.Aphr.Pr.2.72
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάρξ Alex.Aphr.Pr.2.72
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοιβοειδής — loose masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιβοειδής — ές, Α πορώδης, σπογγώδης («ἥπατος καὶ σπληνὸς ἡ στοιβοειδὴς σάρξ», Αλέξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + ειδής*] … Dictionary of Greek